Ἀῷος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Ἀῷος < ἀῷος[1] / ἠῷος < πρωτοελληνική *auhṓs (ἠώς) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂éwsōs-
Κύριο όνομα
επεξεργασίαἈῷος αρσενικό
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Ἀῶος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.