Αώος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Αώος | ||
γενική | του | Αώου | ||
αιτιατική | τον | Αώο | ||
κλητική | Αώε | |||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Αώος < αρχαία ελληνική Ἀῷος[1] < ἀῷος / ἠῷος < πρωτοελληνική *auhṓs (ἠώς) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂éwsōs-
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΑώος αρσενικό
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- Αώος στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία Αώος
|
- ↑ Ἀῶος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.