Ετυμολογία 1

επεξεργασία

Κύριο όνομα

επεξεργασία

Βιτωλιώτης αρσενικό (θηλυκό Βιτωλιώτισσα)

  1. (πατριδωνυμικό) αυτός που κατάγεται από τα Βιτώλια (Μπίτολα) ή τη Βίτωλη ή κατοικεί εκεί
  2. (υδρωνύμιο) ποταμός της Ελλάδας, παραπόταμος του Σπερχειού

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Ετυμολογία 2

επεξεργασία

Κύριο όνομα

επεξεργασία