Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Βελοπούλα οι Βελοπούλες
      γενική της Βελοπούλας
    αιτιατική τη Βελοπούλα τις Βελοπούλες
     κλητική Βελοπούλα Βελοπούλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Βελοπούλα < ιταλική bello + polo• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ve.loˈpu.la/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Βε‐λο‐πού‐λα

  Κύριο όνομα επεξεργασία

 
Άποψη της Βελοπούλας από τα δυτικά

Βελοπούλα θηλυκό

Συνώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία