Παραπόλα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Παραπόλα | οι | Παραπόλες |
γενική | της | Παραπόλας | των | Παραπολών |
αιτιατική | την | Παραπόλα | τις | Παραπόλες |
κλητική | Παραπόλα | Παραπόλες | ||
Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Παραπόλα < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pa.ɾaˈpo.la/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Πα‐ρα‐πό‐λα
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΠαραπόλα θηλυκό
- νησίδα της Ελλάδας, άλλη ονομασία της Βελοπούλας στο Μυρτώο πέλαγος