Μυρτώο
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Μυρτώο | ||
γενική | του | Μυρτώου | ||
αιτιατική | το | Μυρτώο | ||
κλητική | Μυρτώο | |||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
Κύριο όνομαΕπεξεργασία
Μυρτώο ουδέτερο
- (πέλαγος) το Μυρτώο Πέλαγος