Βελιανίτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ve.ʎaˈni.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Βε‐λια‐νί‐της
Ετυμολογία 1
επεξεργασίαΚύριο όνομα
επεξεργασίαΒελιανίτης αρσενικό (θηλυκό Βελιανίτισσα)
- (πατριδωνυμικό) αυτός που κατάγεται από τη Βέλιανη Ιωαννίνων ή κατοικεί εκεί
Άλλες γραφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- Βέλιανη
- Βελιανίτης (επώνυμο)
Μεταφράσεις
επεξεργασία Βελιανίτης
|
Ετυμολογία 2
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Βελιανίτης | οι | Βελιανίτηδες |
γενική | του | Βελιανίτη* | των | Βελιανίτηδων |
αιτιατική | τον | Βελιανίτη | τους | Βελιανίτηδες |
κλητική | Βελιανίτη | Βελιανίτηδες | ||
* Και λόγια γενική ενικού Βελιανίτου | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- Βελιανίτης < πατριδωνυμικό Βελιανίτης
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΒελιανίτης αρσενικό (θηλυκό Βελιανίτη ή Βελιανίτου)
Μεταγραφές
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- Γεώργιος Κ. Γιαννάκης (επιμ.), Ο γλωσσικός χάρτης της Κεντρικής και Βόρειας Ελλάδας κατά την αρχαιότητα, Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2015. σελ. 202