Βατήσι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Βατήσι | τα | Βατήσια |
γενική | του | Βατησιού & Βατησίου |
των | Βατησιών & Βατησίων |
αιτιατική | το | Βατήσι | τα | Βατήσια |
κλητική | Βατήσι | Βατήσια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. Οι δεύτεροι τύποι της γενικής, λόγιοι, παλιότεροι. Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «καράτι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Βατήσι < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /vaˈti.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Βα‐τή‐σι
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΒατήσι ουδέτερο