Βαρυμπομπίτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία 1 επεξεργασία
- Βαρυμπομπίτης < Βαρυμπόμπ(η) + -ίτης
Κύριο όνομα επεξεργασία
Βαρυμπομπίτης αρσενικό (θηλυκό Βαρυμπομπίτισσα)
- (πατριδωνυμικό) αυτός που κατάγεται από τη Βαρυμπόμπη ή κατοικεί εκεί
Μεταφράσεις επεξεργασία
Βαρυμπομπίτης
|
Ετυμολογία 2 επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Βαρυμπομπίτης | οι | Βαρυμπομπίτηδες |
γενική | του | Βαρυμπομπίτη* | των | Βαρυμπομπίτηδων |
αιτιατική | τον | Βαρυμπομπίτη | τους | Βαρυμπομπίτηδες |
κλητική | Βαρυμπομπίτη | Βαρυμπομπίτηδες | ||
* Και λόγια γενική ενικού Βαρυμπομπίτου | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- Βαρυμπομπίτης < πατριδωνυμικό Βαρυμπομπίτης, δείτε τη Συζήτηση:Βαρυμπομπίτης
Κύριο όνομα επεξεργασία
Βαρυμπομπίτης αρσενικό (θηλυκό Βαρυμπομπίτη ή Βαρυμπομπίτου)