Βαρβαριώτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /vaɾ.vaɾˈʝo.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Βαρ‐βα‐ριώ‐της
Ετυμολογία 1 επεξεργασία
Κύριο όνομα επεξεργασία
Βαρβαριώτης αρσενικό (θηλυκό Βαρβαριώτισσα)
- (πατριδωνυμικό) αυτός που κατάγεται από οικισμό με το όνομα Βαρβάρα ή κατοικεί εκεί
Συγγενικά επεξεργασία
- Βαρβάρα
- Βαρβαριώτης (επώνυμο)
Μεταφράσεις επεξεργασία
Βαρβαριώτης
|
Ετυμολογία 2 επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Βαρβαριώτης | οι | Βαρβαριώτηδες |
γενική | του | Βαρβαριώτη* | των | Βαρβαριώτηδων |
αιτιατική | τον | Βαρβαριώτη | τους | Βαρβαριώτηδες |
κλητική | Βαρβαριώτη | Βαρβαριώτηδες | ||
* Και λόγια γενική ενικού Βαρβαριώτου | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- Βαρβαριώτης < πατριδωνυμικό Βαρβαριώτης
Κύριο όνομα επεξεργασία
Βαρβαριώτης αρσενικό (θηλυκό Βαρβαριώτη ή Βαρβαριώτου)