Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Βαλαάς οι Βαλαάδες
      γενική του Βαλαά των Βαλαάδων
    αιτιατική τον Βαλαά τους Βαλαάδες
     κλητική Βαλαά Βαλαάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Βαλαάς < (άμεσο δάνειο) τουρκική vallahi (μα το θεό! ορκίζομαι στον Αλλάχ!) ή valla + -άς

  Ουσιαστικό επεξεργασία

Βαλαάς αρσενικό

  • ελληνόφωνος] εξισλαμισμένος], ο κάτοικος της περιοχής Βοΐου Κοζάνης που εξισλαμίστηκε κατά την περίοδο της ύστερης τουρκοκρατικής περιόδου και το 1924 λόγω του θρησκεύματος ανταλλάχθηκε με Έλληνες του Πόντου
    άλλες μορφές: Βαλαχάς

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία