vallahi
Τουρκικά (tr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- vallahi < (κληρονομημένο) οθωμανική τουρκική والله (vallâhi, μα το θεό!, ειλικρινά, στ' αλήθεια) < αραβική وَٱللّٰهِ (wa-l-lāhi, μα το θεό!, αλήθεια;)
Επιφώνημα επεξεργασία
vallahi (tr)
- μα το θεό, στ' αλήθεια, τ' ορκίζομαι
Εκφράσεις επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
νέα ελληνικά: