Βαλέριος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Βαλέριος | οι | Βαλέριοι |
γενική | του | Βαλέριου & Βαλερίου |
των | Βαλέριων & Βαλερίων |
αιτιατική | τον | Βαλέριο | τους | Βαλέριους & Βαλερίους |
κλητική | Βαλέριε | Βαλέριοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Βαλέριος < λατινική Valesius / Valerius < valeo < πρωτοϊταλική *walēō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂wl̥h₁éh₁yeti < *h₂welh₁- (είμαι δυνατός)
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΒαλέριος αρσενικό
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία Βαλέριος
|