↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το Βαθύκοιλο τα Βαθύκοιλα
      γενική του Βαθύκοιλου των Βαθύκοιλων
    αιτιατική το Βαθύκοιλο τα Βαθύκοιλα
     κλητική Βαθύκοιλο Βαθύκοιλα
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Βαθύκοιλο < βαθύ- + κοίλ(ος) + -ο

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /vaˈθi.ci.lo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Βα‐θύ‐κοι‐λο

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Βαθύκοιλο ουδέτερο

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία