Βαθύκοιλον
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίακαθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | Βαθύκοιλον | τὰ | Βαθύκοιλα | ||||
γενική | τοῦ | Βαθυκοίλου | τῶν | Βαθυκοίλων | ||||
δοτική | τῷ | Βαθυκοίλῳ | τοῖς | Βαθυκοίλοις | ||||
αιτιατική | τὸ | Βαθύκοιλον | τὰ | Βαθύκοιλα | ||||
κλητική ὦ! | Βαθύκοιλον | Βαθύκοιλα | ||||||
Συνήθως στον ενικό | ||||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Βαθύκοιλον < → δείτε τη λέξη Βαθύκοιλο
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /vaˈθi.ci.lon/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Βα‐θύ‐κοι‐λον
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΒαθύκοιλον ουδέτερο
- (καθαρεύουσα) χωριό της Φθιώτιδας
- → δείτε τη λέξη Βαθύκοιλο