Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το Βαθρακονήσι τα Βαθρακονήσια
      γενική του Βαθρακονησιού των Βαθρακονησιών
    αιτιατική το Βαθρακονήσι τα Βαθρακονήσια
     κλητική Βαθρακονήσι Βαθρακονήσια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Βαθρακονήσι < δημοτική: βάθρακ(ας) (βάτραχος) + -ο- + -νήσι

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /va.θɾa.koˈni.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Βα‐θρα‐κο‐νή‐σι

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Βαθρακονήσι ουδέτερο

  • άλλη μορφή του Βατραχονήσι
    ※  Αγώνες, που δεν βρίσκεται κανείς να σωφρονίσει / της ράτσας της Ρωμαίικης τ’ ακράτητα παιδιά, / Αγώνες, όπου νόμισαν και στο Βαθρακονήσι / πως θα νοικιάσουν κάμαρες δυο λίρες την βραδιά
    Γεώργιος Σουρής, Φασουλής και Περικλέτος, ο καθένας νέτος σκέτος, Ρωμηός, τόμος 12, τεύχος 547 (1896), σ. 2-3, @greek-language.gr Ψηφίδες, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
    ※  Είχε να πάει στο Βαθρακονήσι, να προσφέρει εθελουσίως ιατρική βοήθεια, αφού από τα μέσα Ιουνίου η νησίδα παρά τον Ιλισό μαστιζόταν από την ελονοσία.
    Ελένη Πριοβόλου, Όπως ήθελα να ζήσω, (Αθήνα: Καστανιώτης, 2009), σελ. 207

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη βάθρακας (δημοτική)

Δείτε επίσης επεξεργασία