βάθρακας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- βάθρακας < αρχαία ελληνική βάθρακος (βάτραχος)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβάθρακας αρσενικό πληθυντικός βάθρακες, ή βάθρακοι ή βαθράκοι (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
- (ιδιωματικό)(Χρειάζεται τεκμηρίωση…) ο βάτραχος
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασία(Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
- βαθρακομάτης
- βαθρακολαίμης
- βαθρακοκοίλης
- βαθρακοταντανίζομαι (= αναπηδώ σαν β...)
Μεταφράσεις
επεξεργασία βάθρακας
|