Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία επεξεργασία

βάθρακας < αρχαία ελληνική βάθρακος (βάτραχος)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βάθρακας αρσενικό πληθυντικός βάθρακες, ή βάθρακοι ή βαθράκοι (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

Άλλες μορφές επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

(Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

  Μεταφράσεις επεξεργασία