Δείτε επίσης: αψηφιά

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Αψηφιά οι Αψηφιές
      γενική της Αψηφιάς των Αψηφιών
    αιτιατική την Αψηφιά τις Αψηφιές
     κλητική Αψηφιά Αψηφιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Αψηφιά < αψηφιά

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.psiˈfça/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Α‐ψη‐φιά

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Αψηφιά θηλυκό

Άλλες γραφές επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία