αψηφιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αψηφιά | οι | αψηφιές |
γενική | της | αψηφιάς | των | αψηφιών |
αιτιατική | την | αψηφιά | τις | αψηφιές |
κλητική | αψηφιά | αψηφιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αψηφιά < → δείτε τη λέξη αψιθιά
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.psiˈfça/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ψη‐φιά
Ουσιαστικό
επεξεργασίααψηφιά θηλυκό
- (βοτανική, λογοτεχνικό) άλλη μορφή του αψιθιά
- ※ Μυστικό με ζει σ’ άφεγγο ογρό κατώι | πρόσωπο που πια δεν κλαίει, απελπισμένο, | αλοή, αψηφιά, σαράκι, και με τρώει, | κάτι που ιλαρά κοιτώντας με, πεθαίνω
- Κωστής Παλαμάς, Στιγμές και ρίμες. 24 @greek-language.gr
- ※ Μυστικό με ζει σ’ άφεγγο ογρό κατώι | πρόσωπο που πια δεν κλαίει, απελπισμένο, | αλοή, αψηφιά, σαράκι, και με τρώει, | κάτι που ιλαρά κοιτώντας με, πεθαίνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία αψηφιά
→ δείτε τη λέξη άψινθος |
Πηγές
επεξεργασία- αψηφιά - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)