Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Αυγίτσα οι Αυγίτσες
      γενική της Αυγίτσας
    αιτιατική την Αυγίτσα τις Αυγίτσες
     κλητική Αυγίτσα Αυγίτσες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Αυγίτσα < Αυγ(ή) + υποκοριστικό επίθημα -ίτσα

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /aˈvʝi.t͡sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Αυ‐γί‐τσα

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Αυγίτσα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Αυγή