Αυγή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Αυγή | οι | Αυγές |
γενική | της | Αυγής | των | Αυγών |
αιτιατική | την | Αυγή | τις | Αυγές |
κλητική | Αυγή | Αυγές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Αυγή < αυγή
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /aˈvʝi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Αυ‐γή
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΑυγή θηλυκό