Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Αουρόρα οι Αουρόρες
      γενική της Αουρόρας
    αιτιατική την Αουρόρα τις Αουρόρες
     κλητική Αουρόρα Αουρόρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Αουρόρα < προέλευσης από την αλβανική Aurora

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Αουρόρα θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Ευάγγελος Κυτίνος, Ονόματα Ελλήνων και ξένων από την ιστορία μας (Πρέβεζα: Τύποις Λεωνίδα Νταλαμάγκα, 2019, ISBN 978-618-83497-5-9).