Αρμονία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Αρμονία | οι | Αρμονίες |
γενική | της | Αρμονίας | των | Αρμονιών |
αιτιατική | την | Αρμονία | τις | Αρμονίες |
κλητική | Αρμονία | Αρμονίες | ||
Η θεότητα, στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Αρμονία < αρχαία ελληνική Ἁρμονία < ἁρμονία
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΑρμονία θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία Αρμονία
|