Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Αριστείτσα οι Αριστείτσες
      γενική της Αριστείτσας
    αιτιατική την Αριστείτσα τις Αριστείτσες
     κλητική Αριστείτσα Αριστείτσες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Αριστείτσα <   + υποκοριστικό επίθημα -ίτσα • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.ɾiˈsti.t͡sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Α‐ρι‐στεί‐τσα

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Αριστείτσα θηλυκό

  Πηγές επεξεργασία