Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα Αράπικα
      γενική των Αράπικων
    αιτιατική τα Αράπικα
     κλητική Αράπικα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Αράπικα < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αράπικος στον πληθυντικό

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /aˈɾa.pi.ka/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Α‐ρά‐πι‐κα

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Αράπικα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μανόλης Τριανταφυλλίδης, Άπαντα, τόμ. 3 (Θεσσαλονίκη: Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη, 1963), σελ. 242