Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Απριλομάρτης οι Απριλομάρτηδες
      γενική του Απριλομάρτη των Απριλομάρτηδων
    αιτιατική τον Απριλομάρτη τους Απριλομάρτηδες
     κλητική Απριλομάρτη Απριλομάρτηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Απριλομάρτης < Απρίλ(ης) + -ο- + Μάρτης

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.pɾi.loˈmaɾ.tis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Α‐πρι‐λο‐μάρ‐της

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Απριλομάρτης αρσενικό

  • (ιδιωματικό) η χρονική περίοδος των δύο πρώτων μηνών της άνοιξης, του Μαρτίου και του Απριλίου
    ※  O Πηνειός κατέβαινεν από τα Tέμπη, ανάμεσα στις καταπράσινες και ισκιωμένες όχθες του, θολός και φουσκωμένος. Tου απριλομάρτη το ηλιοπύρι ετίναξεν αρκετά επίβουλα τα φιλήματά του στα βαρυστοιβαγμένα χιόνια των βουνών και καταρράχτες αυτοσχέδιοι εκρεμνίζονταν από τα Xάσια και τον Πίνδο, από την Γκούρα και τον Όλυμπο, κι εχύνονταν πολυώνυμα παρακλάδια στην πολυδαίδαλη κοίτη του. (Ανδρέας Καρκαβίτσας, Ο ζητιάνος)

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Παροιμίες επεξεργασία

  • η βροχή τ’ Απριλομάρτη μόνο τους ψαράδες βλάπτει.

  Μεταφράσεις επεξεργασία