Απειρανθίτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία 1
επεξεργασία- Απειρανθίτης < Απείρανθ(ος) + -ίτης
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΑπειρανθίτης αρσενικό (θηλυκό Απειρανθίτισσα)
- (πατριδωνυμικό) αυτός που κατάγεται από την Απείρανθο ή κατοικεί εκεί
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- Μανόλης Γλέζος στη Βικιπαίδεια 1922-2020, Απειρανθίτης από τη Νάξο, αγωνιστής της Αντίστασης, πολιτικός και κοινοτάρχης Απειράνθου
Μεταφράσεις
επεξεργασία Απειρανθίτης
|
Ετυμολογία 2
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Απειρανθίτης | οι | Απειρανθίτηδες |
γενική | του | Απειρανθίτη* | των | Απειρανθίτηδων |
αιτιατική | τον | Απειρανθίτη | τους | Απειρανθίτηδες |
κλητική | Απειρανθίτη | Απειρανθίτηδες | ||
* Και λόγια γενική ενικού Απειρανθίτου | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- Απειρανθίτης < πατριδωνυμικό Απειρανθίτης
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΑπειρανθίτης αρσενικό (θηλυκό Απειρανθίτη ή Απειρανθίτου)