Δείτε επίσης: Ἀνάβυσσος, Ἀνάβυσος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Ανάβυσσος οι Ανάβυσσοι
      γενική της Αναβύσσου των Αναβύσσων
    αιτιατική την Ανάβυσσο τις Αναβύσσους
     κλητική Ανάβυσσε Ανάβυσσοι
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «άμπελος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Ανάβυσσος < άνω + Βήσα (ονομασία αρχαίου τοπωνυμίου της περιοχής)[1][2]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /aˈna.vi.sos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Α‐νά‐βυσ‐σος

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Ανάβυσσος θηλυκό

  • οικισμός της Αττικής
    ※  Γυρνώντας ἀπ’ τὴν Ἀνάβυσσο κόβεις τ’ ἀνθισμένο θυμάρι / ποὔχει σπόρους σὰν τὸ κόκκινο μελάνι, / ἐκεῖνο ποὺ μᾶς διόρθωναν τὰ λάθη.
    Stefano Terra (μτφ. Τζ. Ρόσσι), Ανάβυσσος, Νέα Εστία, τόμος ΜΑ΄, τεύχος 956 (1 Μαΐου 1967), σελ. 650

Άλλες γραφές επεξεργασία

καθαρεύουσα:

Συγγενικά επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία