Βήσα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Βήσα | ||
γενική | της | Βήσας | ||
αιτιατική | τη | Βήσα | ||
κλητική | Βήσα | |||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Βήσα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική Βῆσα
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈvi.sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Βή‐σα
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΒήσα θηλυκό, μόνο στον ενικό
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Βήσα στη Βικιπαίδεια