Αναβυσσιώτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Αναβυσσιώτης < Ανάβυσσ(ος) + -ιώτης
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.na.viˈsço.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Α‐να‐βυσ‐σιώ‐της
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΑναβυσσιώτης αρσενικό (θηλυκό Αναβυσσιώτισσα)
- (πατριδωνυμικό) αυτός που κατοικεί ή κατάγεται από την Ανάβυσσο
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία Αναβυσσιώτης
|