Αμπατζόγλου
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | 2ος πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|---|
κοινού γένους | αρσενικό | κοινού γένους | ||||
ονομαστική | ο/η | Αμπατζόγλου | οι | Αμπατζόγλοι & Αμπατζογλαίοι |
οι | Αμπατζόγλου |
γενική | του/της | Αμπατζόγλου | των | Αμπατζόγλων & Αμπατζογλαίων |
των | Αμπατζόγλου |
αιτιατική | τον/την | Αμπατζόγλου | τους | Αμπατζόγλους & Αμπατζογλαίους |
τους/τις | Αμπατζόγλου |
κλητική | Αμπατζόγλου | Αμπατζόγλοι & Αμπατζογλαίοι |
Αμπατζόγλου | |||
Παραμένει άκλιτο. Το αρσενικό έχει επιπλέον κλιτές μορφές στον πληθυντικό. | ||||||
Ονοματεπώνυμα -Κατηγορία όπως «Σαρόγλου» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Αμπατζόγλου < Αμπατζ(ής) + -όγλου
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.baˈd͡zo.ɣlu/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Α‐μπα‐τζό‐γλου
Κύριο όνομα επεξεργασία
Αμπατζόγλου αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο