Αληφακιώτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.li.faˈco.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Α‐λη‐φα‐κιώ‐της
Ετυμολογία 1
επεξεργασίαΚύριο όνομα
επεξεργασίαΑληφακιώτης αρσενικό (θηλυκό Αληφακιώτισσα)
- (πατριδωνυμικό, σπάνιο) αυτός που κατάγεται από οικισμό με το όνομα Αλήφακα ή κατοικεί εκεί
Συγγενικά
επεξεργασία- Αλήφακα
- Αληφακιώτης (επώνυμο)
Μεταφράσεις
επεξεργασία Αληφακιώτης
|
Ετυμολογία 2
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Αληφακιώτης | οι | Αληφακιώτηδες |
γενική | του | Αληφακιώτη* | των | Αληφακιώτηδων |
αιτιατική | τον | Αληφακιώτη | τους | Αληφακιώτηδες |
κλητική | Αληφακιώτη | Αληφακιώτηδες | ||
* Και λόγια γενική ενικού Αληφακιώτου | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- Αληφακιώτης < πατριδωνυμικό Αληφακιώτης
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΑληφακιώτης αρσενικό (θηλυκό Αληφακιώτη ή Αληφακιώτου)