πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα Αλήφακα
      γενική των Αλήφακων
    αιτιατική τα Αλήφακα
     κλητική Αλήφακα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Κύριο όνομα

επεξεργασία

Αλήφακα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. ΦΕΚ Α 11, 11 Ιανουαρίου 1957 (λήψη αρχείου PDF)
  2. ΦΕΚ Α 193, 20 Σεπτεμβρίου 1928 (λήψη αρχείου PDF)