Ακριώτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.kɾiˈo.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Α‐κρι‐ώ‐της
Ετυμολογία 1
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Ακριώτης | οι | Ακριώτες |
γενική | του | Ακριώτη | των | Ακριωτών |
αιτιατική | τον | Ακριώτη | τους | Ακριώτες |
κλητική | Ακριώτη | Ακριώτες | ||
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΑκριώτης αρσενικό (θηλυκό Ακριώτισσα)
- (πατριδωνυμικό) αυτός που κατάγεται από οικισμό με το όνομα Άκρες ή κατοικεί εκεί
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία Ακριώτης
|
Ετυμολογία 2
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Ακριώτης | οι | Ακριώτηδες |
γενική | του | Ακριώτη* | των | Ακριώτηδων |
αιτιατική | τον | Ακριώτη | τους | Ακριώτηδες |
κλητική | Ακριώτη | Ακριώτηδες | ||
* Και λόγια γενική ενικού Ακριώτου | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- Ακριώτης < πατριδωνυμικό Ακριώτης
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΑκριώτης αρσενικό (θηλυκό Ακριώτη ή Ακριώτου)