Άκρες
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | οι | Άκρες | ||
γενική | των | Ακρών | ||
αιτιατική | τις | Άκρες | ||
κλητική | Άκρες | |||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Άκρες < άκρες < πληθυντικός αριθμός του άκρη
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈa.kɾes/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ά‐κρες
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΆκρες θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό