Αγόρω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Αγόρω | οι | Αγόρες |
γενική | της | Αγόρως | των | Αγόρων |
αιτιατική | την | Αγόρω | τις | Αγόρες |
κλητική | Αγόρω | Αγόρες | ||
Ο πληθυντικός σε -ες είναι σπάνιος. | ||||
Κατηγορία όπως «τρελέγκω» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Αγόρω < αγόρι + -ω (από την επιθυμία/ευχή να γεννήσει αγόρια). Απαντάται κυρίως στην περιοχή της Θεσσαλίας.[1]
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΑγόρω θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία Αγόρω
|