Αγορούλα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Αγορούλα | οι | Αγορούλες |
γενική | της | Αγορούλας | — | |
αιτιατική | την | Αγορούλα | τις | Αγορούλες |
κλητική | Αγορούλα | Αγορούλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΚύριο όνομα
επεξεργασίαΑγορούλα θηλυκό