Αγιαννάκος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Αγιαννάκος | οι | Αγιαννάκοι |
γενική | του | Αγιαννάκου | των | Αγιαννάκων |
αιτιατική | τον | Αγιαννάκο | τους | Αγιαννάκους |
κλητική | Αγιαννάκο | Αγιαννάκοι | ||
Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «υπνάκος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Αγιαννάκος < Αγιάνν(ης) + -άκος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.ʝaˈna.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Α‐γιαν‐νά‐κος
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΑγιαννάκος αρσενικό
- (παρωχημένο) ονομασία πρώην οικισμού της Εύβοιας[1]
Μεταφράσεις
επεξεργασία Αγιαννάκος