Αγγαίος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Αγγαίος < αρχαία ελληνική Ἀγγαῖος < λατινική Aggaeus < αρχαία εβραϊκή חַגַּי (Ḥaggay)
Κύριο όνομα επεξεργασία
Αγγαίος αρσενικό
- αντρικό όνομα
- ένας από τους δώδεκα μικρούς προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης
- ένα από τα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αγγαίος