Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Αγγαίος < αρχαία ελληνική Ἀγγαῖος < λατινική Aggaeus < αρχαία εβραϊκή חַגַּי (Ḥaggay)

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Αγγαίος αρσενικό

  1. αντρικό όνομα
  2. ένας από τους δώδεκα μικρούς προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης
  3. ένα από τα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία