Άγναντη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Άγναντη | οι | Άγναντες |
γενική | της | Άγναντης | — | |
αιτιατική | την | Άγναντη | τις | Άγναντες |
κλητική | Άγναντη | Άγναντες | ||
Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «ρίγανη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Άγναντη < άγναντη < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου άγναντος• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈa.ɣnan.di/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ά‐γνα‐ντη
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΆγναντη θηλυκό