supplicium
Λατινικά (la)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαsupplicium ουδέτερο
- (κυριολεκτικά) γονυκλισία, γονάτισμα (για προσευχή ή για αποδοχή τιμωρίας)
- τιμωρία
- εσχάτη τιμωρία, θάνατος
- ταλαιπωρία
- πληθυντικός supplicia:
supplicium ουδέτερο