supplicia
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
supplicia (fr)
- γ' ενικό πρόσωπο του αορίστου του ρήματος supplicier
Λατινικά (la) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
supplicia (la)
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του supplicium