placo
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
placo | placos |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαplaco (fr) αρσενικό
- (οικείο) η γυψοσανίδα
Δείτε επίσης
επεξεργασία
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | placo | placoj |
αιτιατική | placon | placojn |
placo (eo)
- η πλατεία