skończony
Πολωνικά (pl) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
skończony < skończyć / kończyć
Προφορά επεξεργασία
Μετοχή επεξεργασία
skończony (pl)
Κλίση επεξεργασία
Κλίση του επιθέτου skończony στα πολωνικά
skończony < skończyć / kończyć
skończony (pl)