πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική racja racje
γενική racji racji(/racyj)
δοτική racji racjom
αιτιατική rac racje
οργανική rac racjami
τοπική racji racjach
κλητική racjo racje

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

racja (pl) θηλυκό

  1. ο λόγος, το δίκιο
    masz rację - έχεις δίκιο
    nie masz racji - δεν έχεις δίκιο
  2. η μερίδα

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Επιφώνημα

επεξεργασία