πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική porcja porcje
γενική porcji porcji(/porcyj)
δοτική porcji porcjom
αιτιατική porc porcje
οργανική porc porcjami
τοπική porcji porcjach
κλητική porcjo porcje

  Ετυμολογία

επεξεργασία
porcja < λατινική portio

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

porcja (pl) θηλυκό

  1. η μερίδα
  2. η δόση
  3. το μέρος, το τμήμα, το κομμάτι

Δείτε επίσης

επεξεργασία