Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

prospect (en)

  1. θέα
  2. προοπτική
  3. προσδοκία
  4. (αργκό, ΗΠΑ) υποψήφιο, δόκιμο μέλος λέσχης μηχανόβιων
     δείτε τις λέξεις hangaround και patchholder

prospect (en)



Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
prospect prospects

prospect (fr) αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία