ενικός         πληθυντικός  
mixed conditional mixed conditionals

  Ετυμολογία

επεξεργασία
mixed conditional < → δείτε τις λέξεις mixed και conditional

  Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία

mixed conditional (en)

  • (γραμματική) ένα είδος του conditional mood (υποθετικού λόγου) που χρησιμοποιείται για να φανταστείτε μια αλλαγή στο παρελθόν με αποτέλεσμα στο παρόν ή μια αλλαγή στο παρόν με αποτέλεσμα στο παρελθόν. Αποτελείται από το conditional clauseυπόθεση) και το main clauseαπόδοση).
    • Το ρήμα του conditional clause κλίνεται στο past perfect για μια αλλαγή στο παρελθόν με αποτέλεσμα στο παρόν. Το main clause είναι φτιαγμένο περιφραστικά με would + απαρέμφατο του ρήματος (simple conditional) ή would + be + ενεργητική μετοχή του ρήματος (conditional continuous)
      ⮡  If you had not helped me, I would be lost in the forest.
      Αν δεν με είχες βοηθήσεις, θα χανόμουν στο δάσος.
      ⮡  If I had not seen a shark, I would still be swimming.
      Αν δεν είχα δει έναν καρχαρία, θα κολυμπούσα ακόμα.
    • Το ρήμα του conditional clause κλίνεται στο simple past για μια αλλαγή στο παρόν με αποτέλεσμα στο παρελθόν. Το main clause είναι φτιαγμένο περιφραστικά με would + have + παθητική μετοχή του ρήματος (conditional perfect) ή would + have + been + ενεργητική μετοχή του ρήματος (conditional perfect continuous)
      ⮡  If it was not important, I would not have been calling.
      Αν δεν ήταν σημαντικό, δεν θα σου τηλεφωνούσα.
      ⮡  If it was not important, I would not have called.
      Αν δεν ήταν σημαντικό, δεν θα σου είχα τηλεφωνήσει.

Υπερώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία