simple past
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαsimple past (en)
- (γραμματική) ο απλός αόριστος, ο χρόνος ρήματος στα αγγλικά που δηλώνει συνοπτικά κάτι που έγινε στο παρελθόν σε συγκεκριμένη χρονική στιγμή ή περίοδο. Αντίστοιχο με τον ελληνικό αόριστο. Χρησιμοποιείται κάποιες φορές για κάτι που συνέβαινε συχνά στο παρελθόν. Σε αυτή την περίπτωση, είναι αντίστοιχο με τον ελληνικό παρατατικό.
- Στην ενεργητική φωνή:
- ⮡ I ate earlier.
- Έφαγα νωρίτερα.
- ⮡ You danced for three hours.
- Χορέψατε για τρεις ώρες.
- ⮡ I swam every week for one month.
- Κολυμπούσα κάθε εβδομάδα για ένα μήνα.
- ⮡ I ate earlier.
- Στην παθητική φωνή, σχηματίζεται περιφραστικά με το ρήμα be (με κλίση) + παθητική μετοχή του ρήματος
- ⮡ He was punished for his recklessness.
- Τιμωρήθηκε για την αποκοτιά του.
- ⮡ The car was washed weekly.
- Το αυτοκίνητο πλενόταν κάθε εβδομάδα.
- ⮡ He was punished for his recklessness.
- Στην ενεργητική φωνή:
Υπερώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- simple past στην αγγλική Βικιπαίδεια
- Past continuous or past simple? από Cambridge Dictionary