Ετυμολογία

επεξεργασία
simple conditional < → δείτε τις λέξεις simple και conditional

  Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία

simple conditional (en) (μη μετρήσιμο)

  • (γραμματική) ο χρόνος ρήματος στα αγγλικά χρησιμοποιείται για να φτιάξει το conditional mood, ειδικά το second conditional ή το mixed conditional. Σχηματίζεται περιφραστικά με would + απαρέμφατο του ρήματος
    ⮡  If you went now, I would come too.
    Αν πήγαινες τώρα, θα ερχόμουν κι εγώ.

Υπερώνυμα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία